- ύψος
- ο-ου, ο γύψος (βλ. λ.).————————το-ους1. η κατακόρυφη απόσταση από τη βάση ως την κορυφή (όταν κοιτάζεται από κάτω), το ψήλος.2. η νοητή κατακόρυφη γραμμή που ενώνει το επίπεδο της επιφάνειας της θάλασσας με το νοητό οριζόντιο επίπεδο που περνά από την κορυφή εδαφικής έξαρσης ή έκτασης: Ύψος όρους.3. μτφ., η νοητή ευθεία γραμμή που ενώνει δύο ή περισσότερα σημεία και που είναι παράλληλη με άλλη γραμμή η οποία θεωρείται ως βάση: Η Κάρυστος βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την Αθήνα.4. (μαθ.), το μήκος της καθέτου από την κορυφή ενός γεωμετρικού σχήματος ως τη βάση του: Το ύψος του τριγώνου.5. μτφ., κοινωνική περιοχή, υψηλή θέση, αξίωμα.6. ο μέγιστος βαθμός, το ανώτατο σημείο, το αποκορύφωμα, η κορωνίδα: Ο Σωκράτης ήταν ύψος σοφίας.7. (μουσ.), ο ορισμένος βαθμός οξύτητας που έχει κάθε μουσικός φθόγγος.8. η γωνιακή απόσταση που σχηματίζεται μεταξύ του ορίζοντα και της οπτικής ακτίνας άστρου.9. πληθ., ύψη τα υψηλά στρώματα της ατμόσφαιρας, ο ουρανός: Το αεροπλάνο πετάει στα ύψη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.